
Α1. Οι βασικές αξίες της Συμβουλευτικής είναι η ακεραιότητα του χαρακτήρα του Συμβούλου, η αμεροληψία και ο σεβασμός προς τον Συμβουλευόμενο.
Οι Σύμβουλοι πρέπει να φροντίζουν να εργάζονται σύμφωνα με τους κανόνες του Κώδικα Δεοντολογίας ανεξάρτητα αν η Συμβουλευτική είναι αμοιβόμενη ή εθελοντική.
Α2. Ανάμεσα στις προτεραιότητες του Συμβούλου είναι η δημιουργία κλίματος ασφάλειας. εμπιστοσύνης, σεβασμού και αποδοχής του Συμβουλευόμενου ως άτομο.
Α3. Ο Σύμβουλος προσφέρει τις υπηρεσίες του μόνο αν του ζητηθούν από τον ίδιο τον ενδιαφερόμενο σαφώς και ανοικτά.
Α4. Οι όροι (χώρος, χρόνος. αμοιβή, προσέγγιση) σύμφωνα με τους οποίους προσφέρεται η Συμβουλευτική πρέπει να διευκρινίζονται πριν αρχίσει η Συμβουλευτική σχέση. Αναθεωρήσεις και αλλαγές αυτών των όρων μπορεί να συζητηθούν και να συμφωνηθούν πριν εφαρμοσθούν.
Α5. Απαραίτητο θεωρείται οι Σύμβουλοι να διατηρούν και να αναπτύσσουν την προσωπική τους ικανότητα Συμβουλευτικής. Αυτό συνεπάγεται τη συνεχή ενημέρωση, εκπαίδευση, εποπτεία και συμβουλευτική υποστήριξη του ίδιου του Συμβούλου.
Η σύμφωνη με την Δεοντολογία άσκηση της Συμβουλευτικής, συνεπάγεται συμφωνία μεταξύ της προσέγγισης που ο Σύμβουλος δηλώνει ότι ακολουθεί και της επαγγελματικής πρακτικής του. Αυτό άλλωστε αποδεικνύεται και βάσει της αναλυτικής περιπτώσεως (case study).
Β. ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΕΞΑΣΚΗΣΗΣ
Β1. Ο Κώδικας Πρακτικής Εξάσκησης εφαρμόζει τις αξίες και τις ηθικές αρχές σε συγκεκριμένες καταστάσεις που είναι δυνατόν να προκύψουν στην διάρκεια της πρακτικής της Συμβουλευτικής.
Β2. ΘΕΜΑΤΑ ΥΠΕΥΘΥΝΟΤΗΤΑΣ: Η σχέση Συμβούλου - Συμβουλευομέ-νου αποτελεί την κατ' εξοχήν ηθική φροντίδα και υποχρέωση του/της Συμβούλου.
Β2α. ΥΠΕΥΘΥΝΟΤΗΤΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΟΜΕΝΟ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΤΟΥ: Οι Σύμβουλοι πρέπει να εξασφαλίζουν τους Συμβουλευόμενους από οποιαδήποτε ψυχική ή σωματική βλάβη κατά τη διάρκεια της συμβουλευτικής σχέσης.
Β2β. Ο/Η Σύμβουλος δεν θα πρέπει να αναφέρει ή να υποδεικνύει ή να υποβάλλει ιδεολογίες, κοσμοθεωρίες, πολιτικά ή θρησκευτικά πιστεύω, σεβόμενος/η τις ιδιαιτερότητες (εθνικής, ταξικής καταγωγής, σεξουαλικών προτιμήσεων κλπ), ως αναφαίρετο δικαίωμα κάθε ατόμου.
Β2γ. Οι Σύμβουλοι είναι υπεύθυνοι να εξηγούν τους όρους με τους οποίους προσφέρεται η συμβουλευτική υπηρεσία, την εχεμύθεια, την αμοιβή τους, τις ακυρούμενες συναντήσεις κλπ. Η λεπτομερής και ξεκάθαρη συμφωνία μεταξύ Συμβούλου και Συμβουλευόμενου εκφράζει και προάγει τον σεβασμό και την αυτονομία του ατόμου.
Β2δ. Εάν προκύψουν θέματα που δυσχεραίνουν την Συμβουλευτική σχέση ο/η Σύμβουλος θα πρέπει να φροντίζει να διευθετηθούν πρώτα αυτά τα θέματα με τον Συμβουλευόμενο προκειμένου να συνεχισθεί απρόσκοπτα η Συμβουλευτική σχέση.
Β2ε. Το δικαίωμα του απορρήτου δεν μπορεί να παραβιασθεί παρά μόνο για όλως ιδιαίτερους λόγους ή και αξιόποινες πράξεις, και πάντα κατά την κρίση του/της Συμβούλου σε συνεννόηση με τον επόπτη του.
Β2ζ. Οι Σύμβουλοι οφείλουν να παρέχουν εχεμύθεια για τις συναντήσεις τους με τους Συμβουλευόμενους. Κανείς δεν μπορεί να έχει την δυνατότητα να παρακολουθεί μία συνάντηση εκτός αν έχει ενημερωθεί και συμφωνήσει ο ίδιος ο Συμβουλευόμενος. Το ίδιο ισχύει για μαγνητοσκοπήσεις ή μαγνητοφωνήσεις μιας συμβουλευτικής συνάντησης.
Β2η. Εάν ο Σύμβουλος διατηρεί αρχεία πελατών όπου καταγράφει στοιχεία ή εξέλιξη που αφορά τους Συμβουλευόμενους, οφείλει να φροντίζει για τη φύλαξη και ασφάλεια αυτών των πληροφοριών.
Β2Θ. Εάν ο/η Σύμβουλος πραγματοποιεί έρευνα, οφείλει να ενημερώνει λεπτομερώς και να εξηγεί τις ερωτήσεις που θα τεθούν στους συμμετέχοντες. Ο/Η Ερευνητής/Σύμβουλος πληροφορεί και αναγνωρίζει το αναφαίρετο δικαίωμα των συμμετεχόντων στην έρευνα να διακόψουν τη συμμετοχή τους αυτή οποτεδήποτε το θελήσουν.
Β2ι. Οι συγγραφείς κλινικών ερευνών φροντίζουν για την απόκρυψη της ταυτότητας του ή των συμμετεχόντων στην έρευνα, τόσο κατά την περιγραφή του υλικού όσο και κατά την παράθεση άλλων στοιχείων. Άλλα θέματα ηθικής των δημοσιεύσεων που πιθανόν να προκύψουν δεν αναφέρονται εδώ επειδή οι λύσεις που δίνονται είναι κατά περίπτωση και πάντοτε με γνώμονα την προστασία του ατόμου.
Β2κ. Αυτονόητο θεωρείται ότι ο/η Σύμβουλος δεν δημιουργεί κοινωνικές ή σεξουαλικές ή άλλες σχέσεις εργασίας με τα άτομα που απευθύνονται σ' αυτόν για Συμβουλευτική.
Β3. ΥΠΕΥΘΥΝΟΤΗΤΑ ΠΡΟΣ ΣΥΝΑΔΕΛΦΟ & ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΥΣ ΑΛΛΩΝ ΣΥΝΑΦΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΩΝ (ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΩΝ):
Οι Σύμβουλοι πρέπει να συμπεριφέρονται με τέτοιο τρόπο ώστε να μην υπονομεύουν την εμπιστοσύνη του κοινωνικού συνόλου στο ρόλο του Συμβούλου ή στην εργασία άλλων Συμβούλων. Στην περίπτωση που παρατηρηθεί ότι οι πράξεις, οι ενέργειες και γενικά η συμπεριφορά κάποιου Συμβούλου μειώνουν την Συμβουλευτική Ιδιότητα στην κοινή γνώμη η έρχονται σε αντίθεση με το δημόσιο αίσθημα, το θέμα θα παραπέμπεται στο Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας και στην Επιτροπή Δεοντολογίας.
Β3α. Η ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ Συμβουλευτικής ιδιότητας καθώς και η παρουσίαση των τίτλων ή της εξειδίκευσης του/της Συμβούλου, οι πινακίδες, τα επισκεπτήρια ή άλλα έντυπα πρέπει να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
Β3β. Στην περίπτωση που κάποιο άτομο ζητά τη βοήθεια ενός Συμβούλου ενώ συνεργάζονταν με άλλον ειδικό θα πρέπει να εξετασθεί η περίπτωση και με το συγκεκριμένο άτομο και μεταξύ των συναδέλφων ώστε να αποφεύγονται δυσαρέσκειες και συγκρούσεις.
Β3γ. Όσοι συμβάλλουν σε ερευνητική εργασία που ανακοινώνεται ή δημοσιεύεται αναφέρονται ονομαστικά ανάλογα με την συμμετοχή τους είτε ως συγγραφείς είτε στον πρόλογο ή σε ιδιαίτερη σημείωση.
Β3δ. Ο/Η Σύμβουλος οφείλει να μην υπερβαίνει τα όρια της δικής του ιδιότη-τας και συγκεκριμένα οφείλει να μην αναλαμβάνει να κάνει διάγνωση ή να καθορίζει θεραπευτική αγωγή ή να προσφέρει κάθε άλλου είδους υπηρεσία που παρεκκλίνει από τις γνώσεις και τις αρμοδιότητες του.
Β3ε. Όταν εκπρόσωπος άλλης ειδικότητας παραπέμπει ένα άτομο για Συμβουλευτική σε ένα Σύμβουλο και χρειασθεί αυτό το ίδιο άτομο να παραπεμφθεί σε επιστήμονα άλλης ειδικότητας, ο/η Σύμβουλος οφείλει να συνεννοηθεί με τον συνάδελφο που αρχικά παράπεμψε τον Συμβουλευόμενο σ' αυτόν.
Β4. ΥΠΕΥΘΥΝΟΤΗΤΑ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ: Οι Σύμβουλοι οφείλουν να σέβονται και να εργάζονται σύμφωνα με τους νόμους της πολιτείας.
Β4α. Είναι μέσα στις ηθικές απαιτήσεις για τους Συμβούλους να φροντίζουν για την εποπτεία τους ή και την Συμβουλευτική τους υποστήριξη. Εκεί θα συζητηθούν προβλήματα που παρουσιάζονται στις Συμβουλευτικές τους σχέσεις με Συμβουλευόμενους ή ακόμα και προσωπικά τους θέματα.
Είναι αυτονόητο ότι και αυτή είναι μία σχέση εμπιστευτική στην οποία ο/η Σύμβουλος δεν αποκαλύπτει τα στοιχεία ταυτότητας των Συμβουλευόμενων.
Επειδή αυτός ο κώδικας δεν είναι δυνατόν να προβλέψει ή να δώσει λύση σε όλα τα θέματα ηθικής ή πρακτικής εξάσκησης, παρουσιάζει ένα πλαίσιο θεμάτων.
Όλα τα μέλη αποδεχόμενα τον Κώδικα ως κοινό σημείο αναφοράς, ανταποκρίνονται στις θέσεις του και υποχρεούνται στην τήρηση του. ■