top of page
Search

Εγκεφαλικοί μηχανισμοί συγκίνησης

  • Writer: Γιάγκου Ευφροσύνη
    Γιάγκου Ευφροσύνη
  • Apr 17, 2023
  • 9 min read


Κάθε φορά που διαβάζουμε ένα βιβλίο ή συζητάμε με κάποιον, η εμπειρία προκαλεί οργανικές μεταβολές στον εγκέφαλό μας. Μέσα σε δευτερόλεπτα σχηματίζονται νέα κυκλώματα, αναμνήσεις που μπορούν να αλλάξουν για πάντα τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο. Είναι δηλαδή πλέον αποδεδειγμένο, πως κάθε φορά που ερχόμαστε σε επαφή με κάποιον, ο εγκέφαλός μας αλλάζει και μερικές φορές μάλιστα επί μονίμου βάσεως. Η προφανής αλήθεια είναι ότι οι άλλοι μπορούν να μας επιβάλλουν αυτές τις αλλαγές πέρα από τη θέληση μας. Δηλαδή κάποιος μπορεί να πει κάτι που να μας προσβάλλει, κάτι που να μας χαροποιήσει, κάτι που να μας συγκινήσει κι εμείς να κουβαλάμε αυτή την εμπειρία για όλη μας τη ζωή. Αυτή η «ελευθερία» του λόγου βασίζεται στην παλιά δυϊστική αντίληψη, ότι ο νους και το σώμα είναι δυο ξεχωριστά πράγματα. Όμως το τα τραυματίσεις κάποιον με μια πέτρα είναι διαφορετικό από το να τον πληγώσεις με μία ιδέα; Καθώς η επιστήμη εξακολουθεί να επιβεβαιώνει την άποψη ότι οι συγκινήσεις και γενικότερα οι νοητικές διεργασίες προκαλούν οργανικές μεταβολές, (πχ. διάφορα ψυχοσωματικά σύνδρομα) γίνεται συνεχώς πιο δύσκολο να κατανοήσουμε τη διάκριση ανάμεσα στη νοητική βία, την οποία ο νόμος προστατεύει και τη σωματική βία που είναι παράνομη. Η συγκίνηση κατ’ αρχάς, σαν αποτέλεσμα, προκύπτει από την ιδιότητα του εγκεφάλου να απομνημονεύει νοητικές διεργασίες, με έναν τρόπο που έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, αφού λύνει πολλές απορίες σχετικά με το πως μπορούν οι άνθρωποι να βιώνουν το συναίσθημα της συγκίνησης.

Η μνήμη λοιπόν είναι σε πρώτη φάση ο παράγοντας που προάγει τη συγκίνηση. Πώς είναι δυνατόν όμως κάτι τόσο φευγαλέο και άπιαστο όπως μία ανάμνηση να αποκτήσει υπόσταση και να γίνει μέρος του εγκεφάλου, μέρος του σώματος; Πριν από αιώνες οι βρετανοί εμπειριστές υποστήριζαν ότι οι πληροφορίες εισρέουν διαμέσου των αισθήσεων και αποτυπώνονται στον εγκέφαλο, ο οποίος μοιάζει με πήλινη πλάκα. Κάθε ανάμνηση αφήνει ένα σημάδι. Οι εμπειριστές πίστευαν πως όταν γεννιόμαστε αυτή η πλάκα είναι κενή, μια tabula rasa. Αντίθετα ο Εμμάνουελ Καντ πίστευε ότι αρχίζουμε τη ζωή μας εφοδιασμένοι ήδη με μερικές από τις γνώσεις που είναι απαραίτητες για την ερμηνεία του έξω κόσμου και ο Πλάτωνας πίστευε ότι κάποτε τα γνωρίζαμε ως ιδέες και μένει να τα ανακαλύψουμε ξανά. Όμως πώς αποθηκεύονται οι πληροφορίες, οι έμφυτες και οι επίκτητες; Προφανώς δεν έχουμε λέξεις και εικόνες μέσα στο κεφάλι μας... Η τεχνολογία που δημιουργήθηκε τον 19ο και 20ο αιώνα, υπέδειξε κάποιες πιθανές μεταφορές. Σε όλη τη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας τα μηνύματα αποστέλλονταν ανέκαθεν από τον έναν τόπο στον άλλο αφού πρώτα μεταφράζονταν σε κάποιο ειδικό κώδικα. Έτσι οι πληροφορίες μπορούν να μεταδοθούν, αρκεί αυτός που τις στέλνει και αυτός που τις λαμβάνει να διαθέτουν μια σειρά από κοινά σύμβολα. Το πόσο ακριβής μπορεί να γίνει αυτός ο μηχανισμός, απέδειξε ο Σάμιουελ Μορς, όταν εφήυρε τον τηλέγραφο, ο οποίος επέτρεπε να μεταδίδονται ολόκληρα κείμενα σε απόσταση χιλιομέτρων, χρησιμοποιώντας τελείες και παύλες εκφρασμένες ηλεκτρικά. Τα σήματα του Μορς ταξίδευαν μέσα σε σύρματα. Μετά ο Χερτζ και ο Μαρκόνι έδειξαν ότι τα μηνύματα μπορούν να εκπέμπονται στο χώρο με τη χρήση ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων. Με τη δημιουργία του ραδιοφώνου της τηλεόρασης και του μαγνητοφώνου, έγινε φανερό ότι τόσο οι ήχοι όσο και οι εικόνες μπορούν να μεταδοθούν και να αποθηκευτούν με τη βοήθεια ηλεκτρομαγνητικών διατάξεων. Το 1843 δεν υπήρχαν τηλέγραφοι, ούτε τηλέφωνα –ακόμη και η εφεύρεση του λαμπτήρα του Έντισον θα αποτελούσε για τρεις ακόμη δεκαετίες γεγονός του μέλλοντος. Όμως ο φυσιολόγος Ντυμπουά Ραϋμόν έγινε ο πρώτος άνθρωπος που ανακάλυψε πέρα από κάθε αμφιβολία ότι το νευρικό σύστημα δε διαρρέεται από κάποια υπερφυσική δύναμη αλλά από ηλεκτρισμό! Όταν ανακαλύφθηκε ότι από τον εγκέφαλο εκπέμπονται ηλεκτρομαγνητικά κύματα, η ιδέα της αποθήκευσης πληροφοριών σε κάποιο φυσικό μέσο –είτε το μέσο αυτό ήταν μια μαγνητοταινία, είτε μια ομάδα νευρώνων– φαινόταν λιγότερο μυστηριώδης. Πολλοί επιστήμονες παρομοίασαν τον εγκέφαλο με έναν υπολογιστή. Ο εγκέφαλός μας πράγματι είναι σαν ένα είδος υπολογιστή αλλά μόνο με τη γενικότερη σημασία του όρου. Ουσιαστικά μερικές φορές είναι πιο κατανοητό να βλέπουμε ένα μοναδικό νευρικό κύτταρο σαν ένα μικρό υπολογιστή και τον εγκέφαλο σαν ένα δίκτυο που αποτελείται από δεκάδες δισεκατομμύρια τέτοια κύτταρα που έχουν την ικανότητα να επεξεργάζονται πληροφορίες. Ποια είναι όμως η οργανική λειτουργία των μηχανισμών συγκίνησης; Κάθε νευρικό κύτταρο ή νευρώνας δέχεται ηλεκτρικές ωθήσεις μέσω μίας δενδροειδούς δομής που ονομάζεται δενδρίτης. Οι χιλιάδες μικροσκοπικές διακλαδώσεις του δενδρίτη διοχετεύουν σήματα στο σώμα του νευρικού κυττάρου. Στην γλώσσα των υπολογιστών ο δενδρίτης είναι η μονάδα εισόδου του νευρώνα. Μερικά από τα εισερχόμενα σήματα διεγείρουν το νευρώνα, ενώ άλλα τον αναστέλλουν. Αν ο αριθμός των διεγερτικών ωθήσεων υπερβαίνει τον αριθμό των ανασταλτικών, ο νευρώνας εκφορτίζεται αποστέλλοντας τη δική του ώθηση κατά μήκος μιας νηματοειδούς προέκτασής του που ονομάζεται νευράξονας. Ο νευράξονας είναι ο δίαυλος εξόδου ο οποίος μέσω σημείων επαφής που ονομάζονται συνάψεις, μεταδίδει τις νευρικές ωθήσεις στους δενδρίτες των άλλων νευρικών κυττάρων. Το σύνολο των κυκλωμάτων που προκύπτει με αυτό τον τρόπο είναι ασύλληπτα πολύπλοκο. Ένας μοναδικός νευρώνας μπορεί να δέχεται σήματα από χιλιάδες άλλους νευρώνες, και ο νευράξονάς του μπορεί να έχει άπειρες διακλαδώσεις, μέσω των οποίων στέλνει σήματα σε χιλιάδες άλλους νευρώνες. Με δεδομένες τις παραπάνω διεργασίες μπορούμε να εξηγήσουμε περίπου πώς ο εγκέφαλος δημιουργεί τις αναμνήσεις (όπως είπαμε πιο πάνω, η μνήμη είναι παράγοντας που προκαλεί τη συγκίνηση). Όταν ο εγκέφαλος εκτεθεί σε ένα νέο συμβάν (την εικόνα ενός προσώπου, τον ήχο μιας μελωδίας), με κάποιο τρόπο ενεργοποιείται μια μοναδική διάταξη νευρώνων. Μέσα στο τεράστιο δίκτυο των εγκεφαλικών κυττάρων «ανάβει» ένας συγκεκριμένος «αστερισμός». Για να μη σβήσει αυτή η διάταξη μαζί με το ερέθισμα που την προκάλεσε, πρέπει να υπάρξει ένας τρόπος διατήρησής της: να σχηματιστούν κάποιες συνδέσεις ανάμεσα στους νευρώνες. Δηλαδή να δημιουργηθεί ένα νέο κύκλωμα που λειτουργεί ως σύμβολο, ως αναπαράσταση κάποιου πράγματος που υπάρχει στον εξωτερικό κόσμο. Μετά την επανενεργοποίηση του κυκλώματος, ο εγκέφαλος μπορεί να ανακτήσει την ανάμνηση: μια ανάμνηση ατελή και ίσως κάπως ξεθωριασμένη, που δεν παύει όμως να είναι ένα εύχρηστο αντίγραφο της αρχικής αντίληψης. Η αναγνώριση πρέπει να συμβαίνει όταν συναντάμε κάτι που ανακαλεί μία νευρωνική διάταξη παρόμοια με αυτή που υπάρχει ήδη αποθηκευμένη. Μια αναπαράσταση ενός ζωγραφικού πίνακα σε ένα βιβλίο μπορεί να ενεργοποιήσει μια νευρωνική διάταξη που μοιάζει με εκείνη η οποία σχηματίστηκε όταν είδαμε για πρώτη φορά τον πρωτότυπο πίνακα. Ο εγκέφαλος θα αντιληφθεί την ομοιότητα κι εμείς θα αισθανθούμε το ευχάριστο σοκ της αναγνώρισης. Αυτό το «σοκ» είναι και το πρώτο στάδιο της συγκίνησης που είναι ικανός να αναπαράγει ο ανθρώπινος οργανισμός, είναι το λεγόμενο threshold(=ουδός), η ελάχιστη τιμή δηλαδή που κάθε άτομο υπόκειται σε κάποιο ερέθισμα (πόνου, οπτικό, κτλ). Από εκεί και πέρα ανακαλούνται οι υπόλοιπες νευρωνικές διατάξεις και σχηματίζονται τα πλέγματα, τα οποία δίνουν εντολές στον εγκέφαλο μέσω του νευρικού συστήματος για να αντιδράσει συγκινησιακά. Ως συγκίνηση ορίζεται ειδικά η ιδιότητα του ατόμου στο να μεταβάλλει τον αισθηματικό του τόνο σε σχέση με τις ψυχο-οργανικές του τροποποιήσεις, τις επερχόμενες από εξωτερικές μεταβολές. Είναι η πρωταρχική κινητοποίηση του οργανισμού να αντιδράσει σε διαταρακτικές συνθήκες, δηλαδή μία ή πολλές καταστάσεις που υποκινούν το συναίσθημα. Αυτός ο ορισμός θα μας φανεί χρήσιμος στο να κατανοήσουμε την έννοια των παραπάνω εξηγήσεων σχετικά με το πώς λειτουργεί ο εγκέφαλος καθώς η συγκίνηση δεν είναι ένα αόριστο συναίσθημα -όπως πολλοί το έχουμε εκλάβει- αλλά ένας απαρέγκλιτος μηχανισμός ο οποίος δημιουργείται αρχικά με το «σοκ» της αναγνώρισης και εκφράζεται κατά την έννοια της συγκινητικότητας με ίλιγγο, ταχυκαρδίες, αγγειοκινητικές και εκκριτικές διαταραχές ή ψυχικές διαταραχές όπως η ανάκληση παραστάσεων, ο συνδυασμός ιδεών και αισθημάτων που εκδηλώνονται με διέγερση και σε άλλα σημεία του εγκεφάλου πέρα από τη συγκινησιακή ζώνη. Από τα παραπάνω βλέπουμε ότι η συγκίνηση προέρχεται νομοτελειακά από τον εγκέφαλο και καταλήγει επίσης νομοτελειακά σε αντιδράσεις καθαρά σωματικές/οργανικές. Γενικότερα η λέξη «συγκίνηση» δείχνει ότι μπορούμε να δούμε κάποιον ή κάτι σε μια δεδομένη κατάσταση και να μας δημιουργηθούν συναισθήματα, χωρίς να έχουμε υποβληθεί οι ίδιοι σε αυτό (Η συγκίνηση συχνά συγχέεται με την «ενσυναίσθηση» διαφέρει όμως, καθώς η τελευταία είναι η ικανότητα του ανθρώπου να μπορεί να αναγνωρίζει τα αισθήματα των άλλων - εφ’οσον έχει βιώσει και ο ίδιος παρόμοια- και όχι να συγκινείται). Για ποιο λόγο όμως υπάρχει αυτός ο μηχανισμός στον άνθρωπο; Απ’ ότι φαίνεται, Οι άνθρωποι σε οποιαδήποτε χρονολογική περίοδο και σε οποιαδήποτε φυλή φροντίζουν τα βρέφη, τα παιδιά και τους αρρώστους της οικογένειάς τους. Η ανάγκη για επιβίωση και υγεία των μελών μιας οικογένειας ικανοποιείται μέσα στην οικογένεια. Με την κοινωνική εξέλιξη και την οργάνωση κοινωνικών ομάδων, η συγγενική ομάδα, η φυλή, η κοινότητα αργότερα αποτελούν το πλαίσιο για την παροχή φροντίδας και την αμοιβαία συμπαράσταση για την κάλυψη βασικών αναγκών. Ο λόγος που οι άνθρωποι συγκινούνται είναι επειδή η συγκίνηση είναι ένα από τα βασικά στοιχεία που πρέπει να έχει το ανθρώπινο είδος ώστε να μπορεί να δημιουργήσει κοινωνίες. Ο άνθρωπος είναι πιο αδύναμος από τα περισσότερα ζώα, όσον αφορά τη δύναμη, την αντοχή, την ταχύτητα, τις κυνηγετικές ικανότητες και πολλά άλλα, δηλαδή είναι εκ φύσεως λιγότερο αυτάρκης από τα υπόλοιπα ζώα όταν ζει μόνος του -όσον αφορά την επιβίωσή του. Στα αρχικά στάδια της ζωής των ανθρώπων, χρειάστηκε να αναπτυχθεί η πολεμική τακτίκη για να μπορέσουν να υπερασπιστούν τη ζωή τους απέναντι στα άγρια θηρία. Η πολεμική τέχνη όμως, είναι μέρος της πολιτικής τέχνης* (δηλαδή της γνώσης του πώς μπορούν να συσταθούν πόλεις). Στο συγκεκριμένο πρωταρχικό στάδιο βέβαια εννοούμε με τον όρο «πόλη» απλά τη συγκέντρωση πληθυσμού σε έναν οργανωμένο χώρο, στον οποίο εγκαθίσταται μια κεντρική διοίκηση. Παρ’ όλα τα παραπάνω, στα πρώτα στάδια οι κοινωνίες αυτές ήταν πολύ χαλαρών δεσμών καθώς οι άνθρωποι σκοτώνονταν μεταξύ τους, επικρατούσαν οι νόμοι των ισχυρών και των πιο αδίστακτων όπως ακριβώς και στις αγέλες των ζώων. Αν δεν υπήρχαν τα γονίδια που αναπτύσσουν τη συγκίνηση ως μηχανισμό του εγκεφάλου τότε ο κάθε άνθρωπος θα άφηνε το συνάνθρωπό του να πεθαίνει χωρίς να αντιδρά. Tα γονίδια αυτά -όπως και κάθε είδους γονίδιο- δε συναντώνται σε όλους τους ανθρώπους και όσοι τα έχουν δεν είναι στην ίδια συχνότητα. Όμως αρκετοί άνθρωποι που είχαν συγκινησιακούς μηχανισμούς ειδικότερα με το πέρας των χρόνων ανέπτυξαν συστήματα προστασίας των λιγότερο ευνοημένων και ισχυρών. Οι κοινωνίες πλέον με τη μορφή πόλεων έγιναν κοινωνικοί οργανισμοί στους οποίους η διακυβέρνηση και η εξουσία ασκούνταν με βάση νόμους γραπτούς αλλά και πολύ σημαντικούς άγραφους για τους οποίους ήταν (και είναι) προαπαιτούμενη η συναίνεση όλου του συνόλου των πολιτών και που η πολιτεία ήταν υπέυθυνη να τους εφαρμόζει. Ενδεικτικά κάποια συστήματα προστασίας υπό την μορφή νόμων είναι τα μέτρα που θέσπισε ο Λυκούργος στη Σπάρτη (το 800 π.Χ.) για την εκπαίδευση και διατροφή των νέων από την πολιτεία. Μοίρασε γη (κλήρο) στους συμπολίτες του και αναγνώρισε την ισότητα των κοινωνικών τάξεων. Ο Σόλωνας στην Αθήνα (630 π.Χ.) και ο Περίανδρος στην Κόρινθο (668 π.Χ.) εισήγαγαν μέτρα προοδευτικής φορολογίας, την κατάργηση των χρεών, γνωστή ως σεισάχθεια, και τον αναδασμό της γεωργικής γης. Με διάφορα νομοθετήματα του Περικλή, ολοκληρώθηκε η νομοθεσία του Σόλωνα, η οποία περιελάμβανε μέτρα για την προστασία των ορφανών και των χηρών των πεσόντων σε πολέμους, τη συνταξιοδότηση των αναπήρων και τον γερόντων, την προικοδότηση των θυγατέρων κυρίως των πεσόντων, αλλά και των απόρων κορασίδων, την δωρεάν σίτιση στο πρυτανείο των ορφανών μαζί με στρατηγούς, βουλευτές και ανθρώπους των γραμμάτων και τέλος την πρόσληψη των ανέργων για την εκτέλεση κοινωφελών έργων και την καταπολέμηση της ανεργία. Από τα παραπάνω, φαίνεται ότι η εκδήλωση συμπαράστασης και φροντίδας προς τους αδυνάτους, δεν παρέμεινε σε ατομικό επίπεδο αλλά έγινε κοινωνική υποχρέωση. Κλείνοντας, μπορούμε να πούμε ότι οι εκφράσεις της συγκίνησης προκύπτουν από έξεις. Ορισμένες βασίζονται σε αντανακλαστικούς μηχανισμούς και εκδηλώνονται ακούσια σε περιστάσεις παρόμοιες με εκείνες που υποκίνησαν την αρχική τους εκδήλωση, ανεξάρτητα από τη χρησιμότητά τους στις τρέχουσες συνθήκες (πχ. τα δάκρυα, το χαμόγελο κτλ). Παρ’ όλα αυτά, όπως αποδεικνύεται από τα παραπάνω, στην πορεία της εξέλιξης αποδείχθηκαν χρήσιμες, καθώς η κάθε εκδήλωση συγκίνησης προέρχεται από υπολείμματα πρώιμων ενεργειών. Για παράδειγμα, κάποιος που προστάτευε κάποιον λιγότερο ισχυρό σε μια κοινωνία λειτουργούσε όπως ένας γονιός που προστατεύει το παιδί του. Έτσι βλέπουμε ότι η συγκίνηση λειτουργεί εδώ και πολλά χρόνια ως μέσο επιβίωσης ανθρώπων και κατ’ επέκταση κοινωνιών. Γενικότερα, όπως κάθε λειτουργία του ανθρώπινου οργανισμού, έτσι και οι μηχανισμοί συγκίνησης υπάρχουν εκ φύσεως στον άνθρωπο ως ένστικτο και είναι ένας από τους πολλούς τρόπους διασφάλισης της επιβίωσής του, όπως ακριβώς και το ένστικτο του φόβου ή της μητρότητας. Ειδικότερα στις σημερινές κοινωνίες η συγκίνηση ως οργανικός μηχανισμός (όταν δηλαδή σε κάποιον μπορούν να δημιουργηθούν συναισθήματα για μια κατάσταση χωρίς να έχει υποβληθεί ο ίδιος σε αυτή) είναι συνήθως αποτέλεσμα ευαισθητοποίησης του ατόμου που συγκινείται και θεωρείται προσόν μέχρι και σήμερα στις πρόσφατες κοινωνίες καθώς συμβάλλει στην συνεκτικότητα δεσμών μεταξύ των μελών της κοινωνίας. Άλλωστε, όπως γράφει και ο Spinoza (Ηθική 31) «εφ’ όσον κάτι ταιριάζει στη φύση μας, είναι αναγκαστικά καλό».


* Οι άνθρωποι στην αρχή ήταν νομάδες που σημαίνει ότι δεν αποθήκευαν κάπου την τροφή τους. Ακολουθούσαν τα μεγάλα ζώα για να βρουν τροφή. Είχαν μικρές ομάδες και για να καθίσουν κάπου σημαίνει ότι είχαν σπείρει και περίμεναν να θερίσουν, όμως έπρεπε να προστατέψουν την περιοχή τους από άλλες τις ομάδες και ίσως να την τειχίσουν. Στην αρχή όλοι έπρεπε να δουλεύουν για το απόθεμα τροφής. Αφού μάζευαν, έφτιαχναν μισθοφόρους οι οποίοι εφ’ όσον δεν χρειάζονταν να δουλέψουν τόσο για απόθεμα τροφής ασχολήθηκαν με την προστασία και έκαναν τον πόλεμο τέχνη για να είναι αποτελεσματικοί. Όμως για να το κάνουν αυτό θα έπρεπε να υπάρχει οργανωμένη υποδομή και κοινωνία με την οποία θα γινόταν τέτοια συμφωνία και θα τηρούταν. Αν δεν υπήρχε κοινωνία τότε δεν ήταν επιτακτική ανάγκη για την προστασία των αγαθών. Έτσι με τη δημιουργία της πολεμικής τεχνικής οι άνθρωποι κατάφεραν σε πρώτο στάδιο να φτιάξουν υποτυπώδεις κοινωνίες αφού μπορούσαν πλέον να προστατευτούν από τα άγρια ζώα.

 
 
 

Recent Posts

See All

Commentaires


We work with executives from:

​© 2023 by Susan Green Coaching.

Proudly created with Wix.com

bottom of page