top of page

Διαζύγιο σε Οικογένειες με Παιδιά

  • counstherapy
  • Aug 28, 2017
  • 25 min read

Βάσει στοιχείων της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας τα διαζύγια στην Ελλάδα παρουσιάζουν μια διακύμανση 13% έως 20% σε σχέση με τους γάμους. Το 1971 υπήρχαν 73.350 γάμοι και μόλις 3.675 διαζύγια. Το 1981 είχαμε 71.178 γάμους και 6.351 διαζύγια, ενώ για το 1991 τα αντίστοιχα νούμερα είναι 65.568 και 6.351. Το 1998 παντρεύτηκαν 55.489 ζευγάρια και χώρισαν 7.814, όπου στα 14 από αυτά αναφερόταν ως λόγος διαζυγίου η μοιχεία (στις 12 περιπτώσεις από τον άντρα και στις 2 από την γυναίκα). Αντίστοιχη είναι και η εικόνα που έχουμε από τα στοιχεία του Πρωτοδικείου Αθηνών. Το 1980 ο αριθμός των συναινετικών διαζυγίων ήταν 2.468 και το 1990 ήταν 2.454, ενώ το 2000 σχεδόν διπλασιάστηκαν και έφτασαν τα 4.130. Ανάλογη είναι και η εικόνα για τον αριθμό των διαζυγίων κατ' αντιδικία. Αξίζει εδώ να σημειώσουμε ότι για το 2000 οι γάμοι σε όλες τις μητροπόλεις του λεκανοπεδίου (πλην του Πειραιά) έφτασαν τους 10.883. Σύμφωνα με στοιχεία υπάρχουν περίπου ένα εκατομμύριο διαζευγμένες οικογένειες στη χώρα μας και αυτό συνεπάγεται ότι υπάρχουν ένα εκατομμύριο άνδρες, ένα εκατομμύριο γυναίκες και περίπου ένα εκατομμύριο παιδιά (ένα παιδί ανά οικογένεια). Επί πλέον υπάρχουν και τα άτομα του συγγενικού περιβάλλοντος που επίσης υφίστανται τις συνέπειες των διαζυγίων. Τα μέλη που εμπλέκονται άμεσα στη διαδικασία του διαζυγίου και τα οποία καλούνται να υποστούν τις όποιες συνέπειες/επακόλουθα της διαδικασίας αυτής είναι αρχικά το ζευγάρι, ως προσωπικότητες αλλά και ως γονείς, και έπειτα τα παιδιά. Γι αυτό το λόγο η συγκεκριμένη μελέτη θα εστιάσει σε αυτά τα πρόσωπα. Πλέον, οι πιο συνηθισμένες αιτίες διαζυγίου είναι:

  • Συμμετοχή της γυναίκας στον εργασιακό χώρo

  • Οικονομική ανεξαρτησίαγυναικών

  • Άνοδος εκπαιδευτικού και μορφωτικού επιπέδου γυναικών

  • Η αλλαγή της νομοθεσίας στο διαζύγιο, χωρίς υπαιτιότητα

  • Οι αλλαγές στη ζωή και των δύο φύλων και στο ζευγάρι

  • Οι αλλαγές στην αντίληψη για συζυγική και συντροφική ζωή

  • Η μεταβολή στις αξίες και πρότυπα για τον θεσμό της οικογένειας

  • Υψηλές οικονομικές απαιτήσεις του τρόπου ζωής

  • Η μη ανοχή του ενός προς τον άλλο

  • Οικονομικές δυσκολίες που φέρνουν το ζευγάρι σε συγκρούσεις

Οι αλλαγές που επιφέρει ένα διαζύγιο είναι πολύ σημαντικές σε όλους τους τομείς, τον συναισθηματικό, τον οικονομικό, τον κοινωνικό, κ.α. Ένας χωρισμός εμπεριέχει την έννοια της απώλειας. Κάθε απώλεια μιας σχέσης, είτε πρόκειται για συζύγους, είτε για ερωτικούς συντρόφους, είναι εξίσου σημαντική και ιδιαίτερα επώδυνη. Προκαλεί πόνο, σύγχυση, συναισθηματική παράλυση, ενοχές, φόβους και ανασφάλεια για το μέλλον. Η θλίψη γι’ αυτό που χάθηκε, είναι κυρίαρχο συναίσθημα. Η ενοχή δεσπόζει, γεγονός που έγκειται στο ότι οι άνθρωποι που χωρίζουν θα επιθυμούσαν να είχαν κάνει περισσότερα ή να είχαν πει κάτι διαφορετικό ή καλύτερο. Με άλλα λόγια πιστεύουν πως δεν ανταποκριθήκαν στις προσδοκίες που είχαν για τον εαυτό τους. Έτσι ένα διαζύγιο μετά από αρκετά μεγάλο διάστημα δημιουργεί συναισθήματα όπως θυμό, ντροπή, απογοήτευση, ενοχή, απόρριψη, μοναξιά. Συνήθως, αν και όχι κατά κανόνα, «επικίνδυνες» ηλικίες για οριστική ρήξη της σχέσης συμβαίνει κυρίως στις ηλικίες μεταξύ 40 και 50, οπότε έρχεται η πρώτη κρίση της μέσης ηλικίας, όπου το άτομο κάνει τον απολογισμό του για όσα πραγματοποίησε και τον προγραμματισμό για όσα θα κάνει στο μέλλον. Τα 2/3 των διαζυγίων γίνονται σε αυτή την ηλικία, όταν έχουν μεγαλώσει λίγο τα παιδιά τους και θεωρητικά, θα μπορούσαν να χαρούν πια τη ζωή τους ως ζευγάρι. Η έξοδος των παιδιών από το σπίτι είναι συχνά σημαντική αφορμή για την κρίση της συζυγικής σχέσης. Σε γενικές γραμμές πριν το διαζύγιο υπάρχουν έντονοι και συνεχείς καυγάδες, φθορά του αμοιβαίου σεβασμού και της εμπιστοσύνης, αλληλοεξουθένωση και συναισθηματική αποξένωση. Γίνονται από το ζευγάρι αποτυχημένες προσπάθειες βελτίωσης της σχέσης, προσπάθειες να αρνηθούν την πραγματικότητα και να πείσουν τον εαυτό τους ότι δεν θα χωρίσουν. Ωστόσο εστιάζουν μόνιμα ο ένας στα αρνητικά χαρακτηριστικά του άλλου. Υπάρχει αναζήτηση εξω-οικογενειακών στηριγμάτων, πράγμα το οποίο αυξάνει τις πιθανότητες για εξωσυζυγική σχέση. Τελικά επέρχεται η αποδοχή του αναπόφευκτου. Μετά το διαζύγιο και αφού περάσει λίγος καιρός οι διακανονισμοί ολοκληρώνονται, αναπτύσσεται εκ νέου μια καλύτερη επικοινωνία με τον/την πρώην σύζυγο συνήθως, το άτομο προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα αποκαθιστώντας τις σχέσεις ισορροπίας του με το περιβάλλον. Αρχίζουν να υπάρχουν προοπτικές για μια νέα σχέση και γενικότερα το άτομο ξεκινά να βάζει στόχους και να σχεδιάζει το μέλλον. ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΑΖΥΓΙΟΥ Από τη νομική σκοπιά, με τον όρο διαζύγιο εννοείται η λύση της έγγαμης σχέσης, κατά το χρόνο που ζουν και οι δύο σύζυγοι, με αμετάκλητη δικαστική απόφαση και για ορισμένους λόγους που προβλέπει ο νόμος. Κάθε γάμος μπορεί να λυθεί με διαζύγιο, χωρίς να ενδιαφέρει ο τρόπος που αυτός έχει συναφθεί. Η απόφαση για τη λύση του ανήκει στους συζύγους οι οποίοι είναι και οι μόνοι που μπορούν να το επιδιώξουν. Σε ευρύτερη κοινωνικο-ψυχολογική θεώρηση, το διαζύγιο είναι η παύση της έγγαμης συμβίωσης συζύγων και παιδιών, το κλείσιμο μιας πορείας ταραγμένων συζυγικών σχέσεων, το τέλος μιας κρίσης μέσα στην οικογένεια. Αυτή είναι και η ουσία του διαζυγίου, το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που διαφοροποιεί την οικογένεια που προκύπτει μετά από διαζύγιο, από τις άλλες μονογονεϊκές οικογένειες, όπως την οικογένεια μετά από θάνατο, την οικογένεια της άγαμης μητέρας κτλ. Σύμφωνα, με τις νέες νομοθετικές ρυθμίσεις, ως λόγοι διαζυγίου θεωρούνται: 1. ο ισχυρός κλονισμός του γάμου, 2. Η αφάνεια και 3. Η συναίνεση, Ενώ για το πρώτο απαιτείται απόδειξη και για το δεύτερο δικαστική απόφαση, για το τρίτο αρκεί η δήλωση και από τους δύο συζύγους, ότι δεν επιθυμούν τη συνέχιση της έγγαμης συμβίωσης, με μόνη προϋπόθεση ότι έχουν συμφωνήσει για την επιμέλεια και την επικοινωνία των παιδιών (εφόσον υπάρχουν). Η φιλοσοφία που διέπει αυτές τις ρυθμίσεις δε διαπνέεται πια από την προσπάθεια της Πολιτείας να διατηρήσει το γάμο, παρεμποδίζοντας τη λύση του με διαδικαστικές δυσκολίες, αλλά είναι φανερή η πρόνοια που λαμβάνεται για την προστασία των δικαιωμάτων των μελών της οικογένειας. Για πολλούς, το διαζύγιο δεν είναι μία λύση για τα προβλήματα που μπορεί να αντιμετωπίζει ένας γάμος. Δεν είναι μια ελεύθερη επιλογή για την βελτίωση της προσωπικής τους ζωής αλλά μία έξοδος. Φυγή από μια αδιέξοδη εμπειρία που τους εξουθενώνει. Χωρίζουν όχι επειδή αντιμετωπίζουν δυσκολίες ή επειδή δεν τα βρίσκουν με τον σύντροφό τους, αλλά επειδή δεν αντέχουν άλλο. Η κύρια αιτία διαζυγίων, όταν ο λόγος πια δεν είναι αρκετά σοβαρός και ξεκάθαρος είναι η ασυμφωνία χαρακτήρων. Όταν ένας εκ των συμβίων (ή και αμφότεροι) έχουν διαφορετικές επιθυμίες και η συνύπαρξή τους καταπιέζει την ελεύθερη βούληση και δημιουργία, το διαζύγιο φαίνεται σαν τη μόνη λύση. ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ Τα ζευγάρια που καταλήγουν στο διαζύγιο, είναι συνήθως αυτά που δεν επενδύουν στην επικοινωνία και δεν μπορούν να χειριστούν τις διαφορές και τις διαμάχες με τον σωστό τρόπο, ειδικότερα όταν τα μέλη δρουν αμυντικά στα προβλήματα και τις απογοητεύσεις. Οι διαμάχες αυτές μπορεί να προκαλούνται από διάφορους παράγοντες, οι πιο χαρακτηριστικοί από τους οποίους είναι: 1. Παραίτηση (χαρακτηρίζεται από υποχώρηση και αποφυγή 2. Γάμος σε μικρή ή ανώριμη ηλικία 3. Μικρό χρονικό διάστημα γνωριμίας πριν το γάμο 4. Σοβαρά οικονομικά προβλήματα 5. Ρατσισμός 6. Διαφορετικές θρησκευτικές πεποιθήσεις 7. Παιδιά από προηγούμενο γάμο 8. Αρνητικός τρόπος επικοινωνίας και επιχειρηματολογίας (υποβιβασμός του άλλου, άρνηση συζήτησης, υψηλοί τόνοι, έλεγχος) 9. Άβολη αίσθηση όταν προσπαθεί κανείς να επικοινωνήσει, ιδιαίτερα όταν διαφωνεί 10. Μη ρεαλιστικές προσδοκίες από τον γάμο 11. Διαφορετικές ιδέες γύρω από σπουδαία θέματα γάμου 12. Έλλειψη μακρόχρονης αφιέρωσης 13. Έλλειψη ικανότητας διαχείρισης διαφωνιών σαν ζευγάρι / ομάδα 14. Απαξίωση Παρόλο που οι παραπάνω παράγοντες έχουν φανεί να είναι οι κυριότεροι παράγοντες εξασθένησης ενός γάμου και να προϊδεάζουν για τον αυξημένο κίνδυνο ενός διαζυγίου, υπάρχουν πολλά ζευγάρια που, ενώ εμπίπτουν σε αυτές τις κατηγορίες, οικοδόμησαν πολύ πετυχημένους γάμους. Η ύπαρξη όμως ενός ή περισσότερων από αυτούς τους παράγοντες θα πρέπει να γίνει αποδεκτή από το ζευγάρι και να δουν πως επηρεάζει, ή θα μπορούσε να επηρεάσει το γάμο τους. ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥ ΔΙΑΖΥΓΙΟΥ 1. Αντίκτυπος σε Γονείς και Παιδιά Φαίνεται ότι το διαζύγιο είναι μάλλον μία διεργασία που εκτυλίσσεται για αρκετά χρόνια και αφορά τόσο το ζευγάρι, όσο και τα παιδιά. Οι σύζυγοι μπορούν να χωρίσουν σε οποιαδήποτε ηλικία επέλθει ρήξη, από κάποιον εκλυτικό παράγοντα εντός ή εκτός οικογενείας πράγμα που συμφωνεί και με την πρώτη αρχή των καταστάσεων κρίσης. Το διαζύγιο αναπαριστά το χαμό της οικογένειας που ως τότε γνώριζαν οι σύζυγοι και το παιδί . Ακόμη πιο παράδοξο είναι ότι αίτια όλης αυτής της ανασφάλειας και της θλίψης που βιώνει το παιδί κατά τη διαδικασία του διαζυγίου είναι οι ίδιοι οι γονείς του, οι άνθρωποι δηλαδή που έως τότε ήταν κατ' εξοχήν υπεύθυνοι για την ασφάλεια και την ευτυχία του. Η πρώτη φάση του διαζυγίου ουσιαστικά ξεκινά με την αποχώρηση του ενός από τους δύο γονείς από την οικογενειακή κατοικία. Ανεξαρτήτως του πόση ένταση υπήρχε στους γονείς τα τελευταία χρόνια, τα παιδιά βιώνουν ένα μικρό ή μεγάλο σοκ από τη φυσική απουσία του ενός γονέα και την ξαφνική αλλαγή του κόσμου τους, από την κατάργηση της βεβαιότητας ότι ο κόσμος γύρω τους θα μείνει για πάντα αναλλοίωτος. Στη φάση αυτή η απόρριψη, ο θυμός και η ενοχή των γονέων δημιουργούν εσωτερικές συγκρούσεις στα παιδιά. Ο γονιός που νιώθει ότι έχει απορριφθεί ή αδικηθεί, συχνά αντιδρά με θυμό ή και οργή. Όπως αναφέρεται και στη δεύτερη αρχή των καταστάσεων κρίσης, αναστατώνεται γενικότερα η ισορροπία της οικογένειας και αυξάνεται η ένταση και το άγχος των μελών της. Τα παιδιά λοιπόν, μπορεί να γίνουν μάρτυρες σκηνών λεκτικής ή και σωματικής βίας και άσχημων σκηνών. Ο οργισμένος γονέας είναι πολύ πιθανό να παραμελήσει τις ανάγκες και να αγνοήσει τα συναισθήματα του παιδιού του. Κι ενώ ο σύζυγος που έχει απορριφθεί μπορεί να νιώθει ότι δεν αξίζει να τον αγαπούν, αυτός που αποφάσισε να φύγει μπορεί να νιώθει ενοχές. Και η απόρριψη και η ενοχή μπορεί να προκαλέσουν σοβαρή κατάθλιψη στην οποία ο γονιός που χωρίζει βυθίζεται αγνοώντας τα παιδιά του. Κατά τη δέκατη αρχή των καταστάσεων κρίσης τα άτομα μετά από ένα διαζύγιο, στην προσπάθεια επαναπροσαρμογής τους, κινητοποιούν μηχανισμούς για να ανακάμψουν στην παρούσα στρεσσογόνο κατάσταση. Υπάρχει περίπτωση όμως τα άτομα να επιλέξουν δυσπροσάρμοστους μηχανισμούς με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν περαιτέρω προβλήματα. Για παράδειγμα κάποιοι αποφεύγουν την κατάθλιψη, το θυμό ή την ενοχή δουλεύοντας υπερβολικά ή πηγαίνοντας σε κοινωνικές εκδηλώσεις, στερώντας και από τα παιδιά τους την προσοχή που τους χρειάζεται. Στην αντίθετη άκρη του φάσματος, σε διαζύγια όπου οι γονείς προσπαθούν συστηματικά να μην διαφωνούν καν μπροστά στα παιδιά τους, όπως και στις περιπτώσεις όπου οι γονείς προσπαθούν να διατηρήσουν μια μορφή κοινής συμβίωσης προς χάριν των παιδιών, τα παιδιά έχουν τη γνήσια απορία γιατί χωρίζουν οι γονείς τους, πράγμα που κάνει δύσκολο το να απαγκιστρωθούν από τη ψευδαίσθηση και επιθυμία ότι γονείς τους τελικά θα καταλήξουν μαζί. Για τους περισσότερους ενήλικες που περνούν από το τραύμα του χωρισμού ο κόσμος καταρρέει, και είναι πραγματικά πολύ εύκολο να αγνοήσουν, να μειώσουν τη σημασία ή να αποτύχουν να υποστηρίξουν το παιδί σε αυτή τη δοκιμασία. Αυτό που συμβαίνει με τα συναισθήματα των παιδιών (την απόγνωση, το θυμό, τη λύπη, την ντροπή ή τη σύγ­χυση ) μοιάζει πάρα πολύ με την πορεία που ακολουθείται σε κατάσταση πένθους, ως επακόλουθο του τελικού χωρισμού και της απώλειας με το θάνατο. Όπως αναφέρεται και στην ένατη αρχή των καταστάσεων κρίσης τα άτομα σε αυτή την περίπτωση αποζητούν τη βοήθεια κάποιου προκειμένου να βγουν από το αδιέξοδο, μη μπορώντας να διαχειριστούν την κατάσταση, ειδικότερα τα παιδιά. Τα παιδιά, όλων των ηλι­κιών, συχνά εκφράζουν την επιθυμία για επανασύνδεση των γονιών τους, κάτι που αναφέρεται και στη δεύτερη αρχή των καταστάσεων κρίσης και κατηγορούν τον καθένα ή και τους δυο μαζί για τη ρήξη. Τα πιο πολλά παιδιά δεν θέλουν να χωρίσουν οι γονείς τους. Ένας χωρισμός των συζύγων μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τα παιδιά να επανεξετάσουν τις δικές τους σχέσεις με τους γονείς τους και, πράγ­ματι, να θέσουν υπό αμφισβήτηση όλες τις κοινωνικές σχέσεις χάνοντας την εμπιστοσύνη τους σε αυτές. Συγκεκρι­μένα, τα μικρότερα παιδιά κάνουν την οδυνηρή συνειδητοποίηση ότι όλες οι κοινωνικές σχέσεις δεν διαρκούν για πάντα. Εάν οι γονείς μπορούν να δώσουν τέλος στο γάμο τους, τότε τίποτα δεν είναι ασφα­λές. Θα μπορούσε να συμβεί το ίδιο και στη δική τους σχέση με τη μαμά ή τον μπαμπά. Πολλές αντιδράσεις σε μια τέτοια στιγμή αποτελούν εκδηλώσεις φόβου εγκατάλειψης από τον έναν ή και από τους δύο γονείς, και πιθανόν τέτοιοι φόβοι να είναι περισσότερο έντονοι εάν έχει σταματήσει η επικοινωνία με τον έναν γονέα, αν δηλαδή όπως και παραπάνω τα παιδιά αισθάνονται την απώλεια αυτού. Ο τρόπος με τον οποίο τα παιδιά βιώνουν αλλά και εκδηλώνουν τους φόβους τους εξαρτάται πρωτίστως από την ηλικία τους και δευτερευόντως από την ιδιοσυγκρασία τους όπως θα εξετάσουμε και στη συνέχεια. Τα παιδιά προσχολικής ηλικίας συχνά δεν εκφράζουν λεκτικά τα συναισθήματά τους. Τα μικρότερα παιδιά που αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα συχνά παλινδρομούν στη συμπεριφορά τους, δηλαδή χάνουν δεξιότητες που είχαν κατακτήσει (παραδείγματος χάριν, νυχτερινή ενούρηση, δυσκολίες με εργαλεία), οι αστάθειες στην καθημερινή ρουτίνα και οι εχθροπραξίες μεταξύ των γονέων μπορεί να τα κάνουν ευερέθιστα, λυπημένα και με μικρότερο ενδιαφέρον για το παιχνίδι (μετά τον εκλυτικό παράγοντα το άτομο περνά σε κατάσταση αποδιοργάνωσης). 2. Τα Στάδια του Διαζυγίου Πριν από το διαζύγιο

  • Έντονοι και συνεχείς καυγάδες, φθορά του αμοιβαίου σεβασμού και της εμπιστοσύνης.

  • Αποτυχημένες προσπάθειες για βελτίωση της σχέσης.

  • Προσπάθειες άρνησης της πραγματικότητα και να πίστης ότι δεν θα επέλθει χωρισμός.

  • Μόνιμη επικέντρωση στα αρνητικά χαρακτηριστικά.

  • Αναζήτηση εξω-οικογενειακών στηριγμάτων.

  • Αυξημένες πιθανότητες για εξωσυζυγική σχέση.

  • Αποδοχή του χωρισμού.

Η διαδικασία του διαζυγίου

  • Διαμονή σε χωριστά σπίτια.

  • Επίσκεψη σε δικηγόρο.

  • Ανακοίνωση του διαζυγίου.

  • Διαμάχες για την επιμέλεια των παιδιών.

  • Αρνητικές αντιδράσεις των παιδιών και προσπάθειες από μέρους τους να φέρουν σε επαφή τους γονείς.

  • Ψυχολογική κρίση. Φόβος, θλίψη, άγχος.

Μετά από το διαζύγιο

  • Ολοκλήρωση των διακανονισμών.

  • Καλύτερη επικοινωνία με τον πρώην σύζυγο.

  • Προσαρμογή στα νέα δεδομένα.

  • Αποκατάσταση της ισορροπίας στις σχέσεις μας με περιβάλλον.

  • Ελπίδα για μια νέα προοπτική ζωής.

  • Στόχοι και σχέδια για το μέλλον.

Λίγα χρόνια μετά

  • Συγχώρηση. Σεβασμός του άλλου, νέοι κοινωνικοί ρόλοι.

  • Ωρίμανση.

  • Δυνατότητα για νέα σχέση απαλλαγμένη από τα έντονα αρνητικά φορτία της προηγούμενης

3. Κρίσεις και Φάσεις Προσαρμογής των Συζύγων Το διαζύγιο, ως κατάληξη μιας, συνήθως, μακρόχρονης κρίσης του γάμου πλήττει τόσο τους συζύγους όσο και τα παιδιά. Έτσι, το διαζύγιο μπορεί να θεωρηθεί, όχι ως η λύση του προβλήματος, αλλά ως η λιγότερο κακή λύση στην προϋπάρχουσα, βασανιστική και τραυματική οικογενειακή κρίση. Για τη λεπτομερέστερη ανάλυση του διαζυγίου, αποδείχτηκε χρήσιμη από πολλούς ερευνητές, η διάκριση τριών φάσεων: 1. η φάση της έντασης στις σχέσεις των συζύγων 2. η φάση της δικαστικής αντιδικίας, και 3. η φάση μετά το διαζύγιο, όπου διαμορφώνεται μια νέα κατάσταση για τα μέλη της πρώην οικογένειας. Στην 1η φάση: η ένταση αρχίζει ενώ συνειδητοποιείται η διάσταση ανάμεσα στους συζύγους. Αρχικά δε θέλουν να αποδεχθούν το γεγονός, αναπτύσσουν διάφορους μηχανισμούς άμυνας, προσπαθούν συχνά να "προστατέψουν" τα παιδιά και τους εαυτούς τους από τις επιπτώσεις της διάστασης. Πρόκειται για το λεγόμενο "συναισθηματικό διαζύγιο", που όμως δε φτάνει σε ανοιχτή εκδήλωση και ρήξη, καθώς οι σύζυγοι αρνούνται το μέγεθος και το βάθος των διαφορών τους, διατηρώντας έτσι μια επισφαλή ισορροπία μέσα στην οικογένεια. Στην πρώτη, ωστόσο, αφορμή η, συχνά μακρόχρονη αλλά εύθραυστη ισορροπία (ομοιόσταση) διαταράσσεται, καταρρέει και η κρίση εκδηλώνεται πλέον ανοιχτά. Η σκέψη για ενδεχόμενο χωρισμό γίνεται κοινή απόφαση για διάζευξη. Οι ψυχολογικές αντιδράσεις των συζύγων είναι συνήθως: συμπτώματα κατάθλιψης, αίσθημα απαξίας, αϋπνίες, οδύνη, ανορεξία, ακόμα και τάσεις αυτοκτονίας. Τα παιδιά, σε αυτή τη φάση, στέκονται ως μάρτυρες της έντασης, την οποία δεν κατανοούν, ενώ παραμελούνται από τους προβληματισμένους και μάλλον αποδιοργανωμένους γονείς τους. Στη 2η φάση, αρχίζουν οι διαδικασίες υλοποίησης του χωρισμού, ενώ ο ένας από τους συζύγους έχει ήδη απομακρυνθεί. Μέσα από αυτές τις διαδικασίες, εκδηλώνεται μια έντονη επιθετικότητα, που μπαίνει στη θέση της προηγούμενης κατάθλιψης, με έντονη διάθεση καταστροφής και εκδίκησης. Η αυτοδικία είναι το κύριο γνώρισμα αυτής της φάσης. Όταν μάλιστα υπάρχουν παιδιά, οι απαραίτητες ρυθμίσεις που αφορούν την τύχη τους, (επιμέλεια, διατροφή κτλ.) γίνονται αφορμή και πεδίο συγκρούσεων, οι οποίες συνήθως περνούν και στα παιδιά, με αποτέλεσμα αυτά να διχάζονται και να μένουν συναισθηματικά στερημένα. Ακόμα και ο γονιός με τον οποίο ζουν δεν είναι σε θέση να τους προσφέρει την απαραίτητη συναισθηματική κάλυψη, εξαιτίας των προσωπικών αναγκών και της ταραγμένης ψυχικής του ισορροπίας. Στην 3η φάση: Μετά την έκδοση του διαζυγίου και τη ρύθμιση της επιμέλειας, της διατροφής και της επικοινωνίας με τα παιδιά, οι πρώην σύζυγοι βρίσκονται μπροστά σε μια καινούργια κατάσταση, στην οποία και πρέπει να προσαρμοστούν. Η επιτυχία της προσαρμογής εξαρτάται από την προσωπικότητα του ατόμου, από το πόσο είχε διαρκέσει ο γάμος, από το κοινωνικό περιβάλλον και τις δυνατότητες υποστήριξης που αυτό παρέχει, καθώς και το βαθμό αποδιοργάνωσης, που η κρίση του γάμου προκάλεσε στην προσωπικότητα του κάθε συζύγου. Ας μην παραλείψουμε να επισημάνουμε το γεγονός ότι το διαζύγιο σημαίνει ακόμα κάποιες φορές κοινωνικό στίγμα και ότι ανάλογα αντιμετωπίζεται ο διαζευγμένος και τα παιδιά διαζευγμένων γονιών. Η ποικιλία των πληγμάτων που τα μέλη της διαζευγμένης οικογένειας μπορεί να δεχτούν, καθιστά συχνά αναγκαία την παρέμβαση τρίτων, ειδικών, τόσο σε προληπτικό όσο και θεραπευτικό επίπεδο (Για παράδειγμα μητέρες που μεγαλώνουν μόνες τα παιδιά τους πρέπει να είναι παραγωγικές στην εργασία τους, χωρίς να τους δίνεται κάποιο επιπλέον περιθώριο). 4. Η Προσαρμογή των Παιδιών Έχουν σημασία οι συναισθηματικές προσκολλήσεις των παι­διών, για την πλήρη κατανόηση της σοβαρότητας της αναστά­τωσής τους στις περιόδους πριν, κατά τη διάρκεια και μετά το διαζύγιο. Όλα τα βρέφη χρειάζεται να προσκολληθούν σε έναν γονέα (ή υποκατά­στατο γονέα) για να επιβιώσουν. Οι αναπτυσσόμενοι δεσμοί αγάπης και εμπιστοσύνης του παιδιού αποτελούν σημαντική πηγή χαράς για τη μητέρα και τον πατέρα του. Το συναισθηματικό δέσιμο του παιδιού με τους γονείς του, η δημιουργία δεσμού, αποτελεί θεμέλιο για τη φυσιολο­γική του ανάπτυξη. Ο Erik Erikson (1965) υποστηρίζει ότι πρωταρχικό καθήκον κατά τη νηπιακή ηλικία είναι η ανάπτυξη βασικής εμπιστοσύνης προς τους άλλους. Πιστεύει ότι, κατά τους πρώτους μήνες και τα πρώτα χρόνια της ζωής, τα παιδιά μαθαίνουν για την ασφάλεια -αν ο κόσμος είναι ένα καλό και ασφαλές μέρος για να ζήσουν ή πηγή πόνου, δυστυ­χίας, ματαίωσης και αβεβαιότητας. Επειδή τα βρέφη είναι τόσο απόλυτα εξαρτημένα για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, έχουν ανάγκη να ξέρουν ότι μπορούν να βασίζονται στον εξωτερικό κόσμο. Αυτή η εμπιστοσύνη και η αίσθηση αξιοπιστίας απειλείται σε μεγάλο βαθμό καθ' όλη τη χρονική διάρκεια του διαζυγίου. Ο χωρισμός ή οι χωρι­σμοί παιδιού και γονέων, που αποτελεί μέρος του διαζυγίου, οδηγεί τους ανθρώπους στα άκρα του πόνου. Δυσκολότερο είναι δε, όταν αναποφάσιστοι γονείς χωρίζουν, ξανασμίγουν, χωρίζουν ξανά και ούτω καθ' εξής. Η κατάσταση χειροτερεύει περαιτέρω εξαιτίας της σημασίας που έχει το άγχος του αποχωρισμού, το οποίο αποτελεί μέρος της φυσιολογικής ανάπτυξης του παιδιού (πόσο μάλλον αν η ανάπτυξη είναι διαταραγ­μένη). Οι φόβοι των παιδιών εμφανίζουν ένα σαφές πρότυπο κατά την ανάπτυξη τους. Κάθε ηλικία φαίνεται να έχει ένα σύνολο από δικές της κρίσεις και άγχη προσαρμογής. Σε καθεμία από αυτές τις φάσεις τα παιδιά συχνά έχουν εκρήξεις οργής και παρουσιάζουν επεισόδια καταστροφικής συμπεριφοράς. Μετά την επανασύνδεση με τους γονείς τους μπορεί να μην ανταποκρίνονται και να μην έχουν απαιτήσεις. Σε τι βαθμό θα συμβεί αυτό, και για πόσο χρο­νικό διάστημα, εξαρτάται από τη διάρκεια του αποχωρισμού και από το αν γίνονταν ή όχι συχνές επισκέψεις όλη αυτή την περίοδο. Για παρά­δειγμα, αν τα παιδιά στερήθηκαν τις επισκέψεις για αρκετές εβδομάδες και έχουν φθάσει στα πρώτα στάδια της αδιαφορίας, είναι πιθανό η απουσία ανταπόκρισης να εξακολουθεί για χρονικές περιόδους που κυμαίνονται από λίγες ώρες έως αρκετές ημέρες. Τα συναισθήματα είναι εξίσου οδυνηρά για και παιδιά και ενήλι­κες που είναι σαστισμένοι, γιατί έχουν χάσει κάποιο δικό τους πρόσωπο. Τα παιδιά μικρής ηλικίας πολύ συχνά νομίζουν ότι φταίνε αυτά για το διαζύγιο. Σε αυτή την ηλικία γνωρίζουν τον κόσμο μέσα από τη δική τους υποκειμενικότητα. Δυσκολεύονται να κατανοήσουν μια αντικειμενική πραγματικότητα που δεν περνά μέσα από αυτά. Έτσι, θεωρούν πως είναι το κέντρο του σύμπαντος, πως όλα εξαρτώνται από αυτά - πως λοιπόν θα μπορούσε να χωρίσει ο μπαμπάς με τη μαμά χωρίς να ευθύνονται άμεσα αυτά; Οι προβληματισμοί αυτοί επιλύονται ευθέως και με σαφήνεια - ακόμη και αν δεν είναι σε θέση να το καταλάβει πλήρως, το παιδί θα πρέπει να το ακούσει. Θα έχει τη δυνατότητα να το επεξεργαστεί αργότερα στη ζωή του. Τα παιδιά που βρίσκονται στη λανθάνουσα ηλικία (6-8ετών) συζητούν τη λύπη τους και ασχολούνται πολύ με το γονέα που χει φύγει. Νιώθουν απόρριψη και εκφράζουν λεκτικά την επιθυμία τους να γυρίσει στο σπίτι. Μπορεί να δυσκολεύονται να συγκεντρωθούν στο να μάθουν πράγματα, να δημιουργούν φασαρίες στο σχολείο ή να απέχουν κοινωνικά από τις δραστηριότητες των συνομηλίκων τους. Πολλές φορές δε, ο δάσκαλος είναι αυτός που φέρνει στην προσοχή των γονέων τη διαφορά στη συμπεριφορά των παιδιών τους, καθώς οι γονείς, απορροφημένοι στο δικό τους πόνο, παραμελούν τα παιδιά τους (τα άτομα δρουν με υπερβολική αποδιοργάνωση εξ’αιτίας της οδύνης και των εσωτερικών συγκρούσεων που τους προκαλεί η κατάσταση). Αρκετοί ειδικοί υποστηρίζουν πως ο δάσκαλος ή ο σχολικός ψυχολόγος, όπου αυτός υπάρχει, θα πρέπει να ενημερώνεται από τους γονείς για το διαζύγιο, καθώς έτσι καθίσταται συμμέτοχος στη διαδικασία προσαρμογής του παιδιού στις νέες συνθήκες. Ένα ιδιαίτερο πρόβλημα στα παιδιά προεφηβικής ηλικίας (9-12ετών) και κυρίως στα αγόρια, είναι ότι έχουν την τάση να εξωτερικεύουν τις εσωτερικές τους συγκρούσεις με τη μορφή επιθετικών πράξεων προς το περιβάλλον ή τούς συνομηλίκους τους, σε μία μάλλον άκομψη προσπάθεια να μη φανεί ότι καταρρέουν: Στα πλαίσια αυτά, το παιδί μπορεί να συμπεριφέρεται ακριβώς όπως ο μπαμπάς, για να εκνευρίσει τη μαμά, ή επιδεικτικά να παραμελούν τις δουλειές τους έχουν ανατεθεί μόνο και μόνο για να γίνει καυγάς. Τα κορίτσια από την άλλη πλευρά, συχνά προσπαθούν υπερβολικά να διατηρήσουν καλές σχέσεις και με τους δύο γονείς. Για να απελευθερωθούν από τον πόνο και να κερδίσουν την αγάπη, μετασχηματίζουν τον πόνο και τη λύπη τους σε στοργή και βοήθεια. Η συμπεριφορά αυτή, όσο και αν μοιάζει ή όντος είναι μια επιτυχής προσαρμογή, δεν παύει να έχει κόστος- το κόστος της συνεχούς αγωνίας και προσπάθειας για αποδοχή. Στην ηλικία αυτή, δεν αρκεί ο καθησυχασμός από τους γονείς. Δεν αρκεί η διαβεβαίωση ότι τα παιδιά δεν εγκαταλείπονται στην τύχη τους. Οι γονείς θα πρέπει καθημερινά να επιβεβαιώνουν ότι φροντίζουν επί της ουσίας το παιδί, με τη συμμετοχή σε κοινές δραστηριότητες, με το μοίρασμα κοινού χρόνου και με πρακτική επίδειξη της αγάπης και της δέσμευσής τους στο παιδί (Τα παιδιά προσπαθούν να βρουν προσαρμοστικούς μηχανισμούς για να ανακάμψουν στην παρούσα φάση, υπάρχει περίπτωση όμως να επιλέξουν δυσπροσάρμοστους τύπους συμπεριφοράς). 5. Η Αποκάλυψη του Διαζυγίου στα Παιδιά Πολλά ζευγάρια αναρωτιούνται πώς θα πουν τα νέα στα παιδιά για να τα στενοχωρήσουν όσο το δυνατόν λιγότερο. Καθώς η επιθυμία για χωρισμό δημιουργεί μεγάλη ενοχή στους περισσότερους γονείς, η στιγμή της αποκάλυψης συχνά αναβάλλεται έως ότου φτάσουν στο σημείο να μην μπορούν πια να κρύψουν τον επικείμενο χωρισμό. Εν τω μεταξύ, οι γονείς θεωρούν ότι τα παιδιά επειδή είναι μικρά, δεν καταλαβαίνουν τι συμβαίνει, παρά το γεγονός ότι είναι παρόντα στους διαπληκτισμούς, κρυφακούν ή ακούν τυχαία τα σχόλια, και παρατηρούν τις αλλαγές στη διάθεση και τη συμπεριφορά των γονιών τους. Οι συγκρούσεις μπορεί να συνεχίζονται για μήνες ή ακόμη περισσότερο και τα παιδιά μπορούν να αντιδράσουν με ποικίλους τρόπους ( τα άτομα αντιδρούν στο στρεσογόνο γεγονός διαφορετικά ανάλογα με την υποκειμενική ερμηνεία του προβλήματος) στην αβεβαιότητα -προβλήματα συμπεριφοράς, παλινδρόμηση στην προσκόλληση, κλάματα, ακόμα και ενούρηση ή εφιάλτες. Είναι δύσκολο να διατυπωθεί κάποιος σταθερός κανόνας ανα­φορικά με τη χρονική στιγμή που οι γονείς θα ανακοινώσουν στο παιδί την απόφαση τους να χωρίσουν. Μια μακρά περίοδος αβεβαιό­τητας η οποία ακολουθείται από κάποια ξαφνική δήλωση του σκοπού τους είναι επιζήμια. Παιδιά προσχολικής ηλικίας Συνήθως τα παιδιά της προσχολι­κής ηλικίας φαίνεται να λυπούνται πολύ και να τρομάζουν όταν οι γονείς τους χωρίζουν, πράγμα που τα κάνει να προσκολλώνται πάνω τους και να γίνονται πολύ απαιτητικά (το γεγονός λαμβάνεται ως απώλεια). Δεν είναι ασυνήθιστοι οι φόβοι την ώρα του ύπνου και η άρνηση να μείνουν μόνα τους έστω και για λίγα λεπτά (το άτομο στην παρούσα φάση αποζητά βοήθεια και υποστήριξη). Τα παιδιά που φοιτούν στο σχολείο ή πηγαίνουν στον παιδικό σταθμό είναι δυνατόν να ταράζονται όταν πρόκειται να φύγουν, και ίσως διαμαρτύρο­νται έντονα την ώρα της αναχώρησης. Παρουσιάζουν ζωηρές φαντασιώ­σεις εγκατάλειψης, θανάτου των γονιών ή τραυματισμού, και συχνά εκδηλώνουν επιθετικότητα απέναντι σε άλλα παιδιά και μαλώνουν με το αδέλφια τους. Παιδιά σχολικής ηλικίας Στα κάπως μεγαλύτερα παιδιά, η θλίψη και η λύπη παραμένουν ένα κυρίαρχο χαρακτηριστικό γνώρισμα, αλλά ο θυμός γίνεται περισσότερο αισθητός. Ο θυμός συνήθως κατευθύνεται προς τους γονείς, ιδιαίτερα προς εκείνον με τον οποίο το παιδί ζει και ο οποίος τις περισσότερες φορές είναι η μητέρα. Ανεξάρτητα από τα πραγματικά γεγονότα που οδήγησαν στη διάλυση του γάμου, η μητέρα είναι πιθανό να κατηγορηθεί από το παιδί για οτιδήποτε έχει συμβεί. Ο απών πατέρας είναι αρκετά πιθανό να εξιδανικευτεί (ανεξάρτητα από τα πραγμα­τικά γεγονότα), ενώ η μητέρα θεωρείται υπεύθυνη που εκείνος έφυγε μακριά. Τα παιδιά, ειδικά στις ηλικίες των επτά έως οκτώ ετών, ενδέχεται να εκφράσουν πολύ έντονη επιθυμία για τον πατέρα τους. Παιδιά προεφηβικής ηλικίας Τα παιδιά στην προεφηβική ηλικία τείνουν να εκδηλώνουν λιγότερο τον εσωτερικό τους πόνο και τη στενοχώρια. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο πόνος δεν υφίσταται. Απλώς τα παιδιά τον συγκαλύπτουν και ίσως ανα­ζητήσουν τρόπους για να ξεχαστούν μέσα από το παιχνίδι και άλλες δρα­στηριότητες, με τον ίδιο τρόπο που ένας ενήλικας ζητά παρηγοριά στο αλκοόλ ή σε κάποια απασχόληση στην οποία επιδίδεται με ασυνήθιστο ζήλο. Ίσως να είναι δύσκολο να πλησιάσει κανείς τα παιδιά αυτής της ηλικίας, καθώς απεχθάνονται να συζητούν γι’ αυτά που αισθάνονται εξαι­τίας του πόνου και της αμηχανίας που τους προκαλεί. Κάτω από αυτή τη φαινομενική αδιαφορία υπάρχει θυμός, ενώ και πάλι είναι δυνατόν να ευθυγραμμιστούν σε μεγάλο βαθμό με τον ένα γονέα και να αρνηθούν ακόμα και να δουν τον άλλο. Έφηβοι Οι έφηβοι αρκετές φορές παρουσιάζουν έκδηλη κατάθλιψη και δίνουν την εντύπωση ότι αποσύρονται από την οικογενειακή ζωή και καταφεύ­γουν σε άλλες σχέσεις, εκτός σπιτιού. Οι φίλοι ίσως γίνουν η εναλλα­κτική λύση για την οικογένεια, καθώς προσφέρουν την αίσθηση του ανήκειν, της συνέχειας και της σταθερότητας (σύνδεση με 9η αρχή όπου το άτομο είναι δεκτικό σε εξωτερικές αλλαγές) . Μερικοί φίλοι μπορούν να ασκήσουν ανεπιθύμητη επίδραση (σύνδεση με 10η αρχή όπου το άτομο επιλέγει δυσπροσάρμοστους τύπους συμπεριφοράς για να ξεπεράσει την κρίση) προσφέροντας συγκίνηση και ενθου­σιασμό -για παράδειγμα, μέσα από φασαρίες, που λειτουργούν ως αντίδοτο στη δυστυχία των νέων. Ενδέχεται, επίσης, να έρθουν στην επιφάνεια ανησυχίες σχετικά με τις δικές τους σχέσεις και το γάμο (βλ. Wallerstein & Κelly, 1980). Νεαροί Ενήλικες Οι νεαροί ενήλικες έχουν κατά κανόνα μια κατασταλαγμένη εικόνα για τους γονείς τους, σε ότι αφορά τα ελαττώματα και τα προτερήματά τους. Δεν τους μυθοποιούν πλέον, όπως έκαναν όταν ήταν παιδιά, αλλά έχουν μια ρεαλιστική αντίληψη για το ποιοι είναι. Όταν όμως οι γονείς τους αποφασίσουν να χωρίσουν, αυτή η εικόνα πρέπει να χτιστεί από την αρχή. Η εμπειρία του διαζυγίου για τη συγκεκριμένη ηλικία μπορεί να είναι πολύ τραυματική. Παρόλο που αναμένεται από την οικογένεια και τον κοινωνικό περίγυρο ότι οι νεαροί ενήλικες θα την αντιμετωπίσουν ψύχραιμα αυτό δεν συμβαίνει πάντα. Έτσι, συχνά φοβούνται για το τι θα τους συμβεί μετά το διαζύγιο, καθώς νιώθουν ότι χρειάζονται δίπλα τους έναν τουλάχιστον γονέα στον οποίο να μπορούν να στηριχτούν. Πολλοί ανησυχούν ότι θα διακοπούν οι σπουδές τους ή οι καριέρες τους, λόγω περικοπών στα οικονομικά ή αλλαγές στον τόπο κατοικίας τους. Επιπλέον, νιώθουν θυμό και ανησυχία για το μέλλον των ίδιων των γονιών τους. Ένα επιπρόσθετο άγχος προέρχεται από τον περίγυρο που απαιτεί από τους νέους να ωριμάσουν πρόωρα και να αναλάβουν το ρόλο του γονέα. Πιέζονται έτσι να δώσουν συμβουλές στους γονείς που χωρίζουν, καθώς και συναισθηματική στήριξη σε μια περίοδο όμως κατά την οποία και οι ίδιοι χρειάζονται να αντιμετωπίσουν πιέσεις όπως για να «περάσουν» μαθήματα, να γίνουν πιο ανεξάρτητοι, ή να συντηρήσουν τις δικές τους προσωπικές σχέσεις. Σ’ αυτήν την περίοδο, λοιπόν, καλούνται να λειτουργήσουν ως μεσολαβητές ή ακόμη να έρθουν αντιμέτωποι με κάποιες πλευρές στις σχέσεις των γονιών τους που δεν τους είναι καθόλου ευχάριστες. Επίδραση στις προσωπικές σχέσεις των νεαρών ενηλίκων: α) με τα μέλη της οικογένειας Η πρώτη σχέση των νέων αυτών που επηρεάζεται από το διαζύγιο είναι ασφαλώς αυτή με τους ίδιους τους γονείς τους. Οι διαφορές μεταξύ των γονέων δημιουργούν τέτοια ένταση ώστε επηρεάζεται και η σχέση γονέα-παιδιού. Πιο συγκεκριμένα, το διαζύγιο μειώνει την ποιότητα της σχέσης μεταξύ πατέρα και παιδιών και διαταράσσει τις οικογενειακές συνήθειες. Η σχέση μεταξύ πατέρα και κόρης επηρεάζεται περισσότερο, ενώ ο θυμός προς τον πατέρα είναι ένα συνηθισμένο συναίσθημα. Η πιο ευέλικτη σχέση φαίνεται να είναι αυτή μεταξύ κόρης και μητέρας. Εξάλλου, πολλοί νεαροί ενήλικες αναφέρουν ακόμα και θετική αλλαγή στη σχέση τους με τη μητέρα τους μετά το διαζύγιο, ενώ οι σχέσεις μεταξύ αδελφών φαίνεται να μεταβάλλονται προς το καλύτερο. Οι νεαροί ενήλικες τείνουν να έρχονται πιο κοντά με τα αδέρφια τους για να μοιραστούν μαζί τα προβλήματα που προκύπτουν από το χωρισμό των γονιών τους. β) με τους συντρόφους Τα παιδιά είναι πιθανό να αρχίζουν να αναθεωρούν ακόμα και τις δικές τους προσωπικές σχέσεις, εξαιτίας του διαζυγίου των γονέων τους. Ωστόσο, η στάση τους απέναντι στην ιδέα του γάμου και των μακροχρόνιων σχέσεων δεν φαίνεται να επηρεάζεται αρνητικά από αυτή τους την εμπειρία. Αντίθετα μάλιστα, προσέχουν περισσότερο όταν δημιουργούν μακροχρόνιες σχέσεις. Κάποιοι τείνουν να υιοθετούν μια πιο ρεαλιστική άποψη για το γάμο δηλώνοντας, για παράδειγμα, πως έχουν μάθει τη σημασία της ανοιχτής και συνεχούς επικοινωνίας μεταξύ των συζύγων. Άλλοι μπορεί να προτιμούν να παντρευτούν σε μεγαλύτερη ηλικία και να συζήσουν πριν παντρευτούν, ώστε να γνωρίσουν τους μελλοντικούς συντρόφους τους καλά. Αντίθετα, κάποιοι άλλοι θεωρούν πως είναι καταδικασμένοι να επαναλάβουν τα λάθη των γονέων τους. Η επίδραση του διαζυγίου στο ζευγάρι και στα ενήλικα παιδιά περιλαμβάνει διαμάχες μεταξύ των μελών της οικογένειας και άγχος για τη μετά το διαζύγιο προσαρμογή. Οι χρόνιες επιπτώσεις μπορεί να περιλαμβάνουν την ανάπτυξη ψυχοπαθολογίας ενός ή περισσοτέρων μελών της οικογένειας, την επιδείνωση των οικογενειακών σχέσεων, ιδιαίτερα ανάμεσα στο γονέα και στο παιδί και την αλλαγή στη στάση των παιδιών απέναντι στο γάμο και τη δέσμευση. Προκειμένου να αποφευχθούν ή τουλάχιστον να μειωθούν οι αρνητικές αυτές επιδράσεις, θα μπορούσαν να γίνουν κάποιες θεραπευτικές παρεμβάσεις που θα στοχεύουν στη διευκόλυνση της προσαρμογής όλων των μελών της οικογένειας στη νέα κατάσταση. Παράλληλα, οι νέοι ειδικότερα, θα έχουν την ευκαιρία να αποκτήσουν δεξιότητες για λιγότερες διαμάχες κατά τη διάρκεια του δεσμού τους, ώστε να προετοιμαστούν καλύτερα για το δικό τους γάμο. Αναμφίβολα οι σύζυγοι που χωρίζουν είναι εκείνοι που παίζουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην όλη υπόθεση του διαζυγίου, ωστόσο θα πρέπει να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη και την ψυχολογική κατάσταση των ενήλικων παιδιών τους. Αυτές είναι οι άμεσες και μέσης διάρκειας αντιδράσεις στο χωρισμό των γονέων. Η αντίδραση της θλίψης μοιάζει κατά πολύ με εκείνην που υπάρ­χει σε κατάσταση πένθους. Συνήθως, οι αντιδράσεις στην οξεία τους μορφή είναι ζήτημα μηνών και μετά ελπίζουμε ότι θα αρχίσουν να κατα­λαγιάζουν. Δυστυχώς, τα στοιχεία αναφορικά με τις μακροπρόθεσμες συνέπειες είναι μάλλον πενιχρά προς το παρόν και δύσκολο να αξιολογη­θούν (βλ. Wallerstein, 1985, 1991). 6. Η Ζωή της Οικογένειας Μετά το Διαζύγιο Η συντροφική σχέση μπορεί να τελείωσε αλλά ο γονεϊκός ρόλος υπάρχει και πρέπει να παραμένει ισχυρός. Τα παιδιά έχουν ανάγκη και από τους δύο γονείς. Η ανατροφή των παιδιών και η ψυχοκοινωνική τους ανάπτυξη αποτελούν ευθύνη και για τους δύο. Η σχέση του ενός γονιού δε θα πρέπει να μπαίνει εμπόδιο στη σχέση που πρέπει να έχουν τα παιδιά και με τον άλλο γονιό τους. Οι κατηγορίες του ενός για τον άλλο γονέα προκαλούν σύγχυση και ανασφάλεια στα παιδιά. Οι γονείς είναι απαραίτητο να παραμερίσουν τον εγωισμό τους και να σκεφτούν τις ανάγκες των παιδιών τους, να έχουν ένα κοινό πλάνο για την ανατροφή τους. Τα παιδιά θα πρέπει να περνούν χρόνο και με τους δυο γονείς, εφόσον φυσικά δεν κινδυνεύουν και βρίσκονται σε ένα προστατευμένο περιβάλλον. Ένας γονιός που σκέφτεται να ξαναφτιάξει τη ζωή του, μπορεί να βιώνει αμφιθυμικά συναισθήματα, γιατί από τη μία επιθυμεί να ζήσει σα ζευγάρι με το νέο σύντροφο και από την άλλη μπορεί να νιώθει ενοχές απέναντι στο παιδί του, επειδή θα το εντάξει σε ένα νέο και «ξένο» για αυτό οικογενειακό σύστημα. Αυτό που έχει σημασία, είναι ότι δεν αποτελεί για το παιδί αρνητικό παράγοντα η περίπτωση μιας καινούριας σχέσης. Το παιδί μπορεί να τρέφει ελπίδες επανασύνδεσης των δύο γονιών του και να πληγωθεί αντιμετωπίζοντας τη νέα πραγματικότητα. Ο γονιός λοιπόν, θα πρέπει να δώσει στο παιδί την ευκαιρία να εκφράσει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του, χωρίς να το πιέσει να δεχτεί το νέο σύντροφο αμέσως. Επιπλέον η σύζευξη αυτή πρέπει να γίνει με ιδιαίτερα προσεκτικό τρόπο και να επέλθει μετά από κατάλληλη προετοιμασία προς το παιδί. Μια περίοδος δοκιμής και προσαρμογής είναι αναγκαία πριν παρθούν αποφάσεις για γάμο. Είναι σημαντικό να σεβαστεί κανείς τους χρόνους του κάθε μέλους, ώστε οι αλλαγές και η αμοιβαία επαφή να έρθουν ομαλά. Έτσι θα είναι σε θέση να δεχτεί την καινούργια οικογενειακή κατάσταση, χωρίς να νιώθει ότι απειλείται η σχέση του με το γονιό του. Ο αριθμός των γονέων που μεγαλώνουν μόνοι τα παι­διά τους (για πολλούς άλλους λόγους εκτός από το διαζύγιο) αυξάνεται. Τα προβλήματα είναι κατά κάποιον τρόπο παρόμοια για όλους τους γονείς, είτε είναι χωρισμένοι, διαζευγμένοι, ανύπαντροι, είτε έχουν χηρέ­ψει: το να βρίσκουν δηλαδή καθημερινά αρκετή ενέργεια και ώρες για να τα βγάζουν πέρα με ένα σωρό δουλειές του σπιτιού. Η συναισθηματική υποστήριξη, που ορισμένες φορές ανυψώνει το ηθικό, μπορεί να απου­σιάζει εντελώς όταν κανείς φέρει την ευθύνη της ανατροφής των παιδιών τελείως μόνος. Μία μάλλον ιδιαίτερη ανησυχία εκφράζεται από πολλούς διαζευγμένους γονείς, ειδικά μητέρες. Αναρωτιούνται για το είδος της ζημιάς που προκαλείται από τις τραυματικές εμπειρίες που έζησαν τα παιδιά ή αν θα είναι πάρα πολύ δύσκολο να αναθρέψουν τα αγόρια και τα κορίτσια (ιδιαίτερα τα πρώτα) χωρίς βοήθεια. Οποιεσδήποτε κι αν είναι οι μακροπρόθεσμες τάσεις των στατιστικών δεδομένων, οι άνθρωποι που εμπλέκονται σε μια τέτοια κατάσταση αισθάνονται την έντονη και άμεση θλίψη (ακόμα κι αν είναι προσωρινή) και την αναστάτωση και το φόβο που επηρεάζουν πολλά παιδιά κατά την περίοδο του διαζυγίου και το αμέσως επόμενο διάστημα. Ο γονιός που μένει πίσω πρέπει να αντιμετωπίσει τα παραπάνω. Οι πατεράδες μπορεί να νιώσουν ότι τους λείπει η διαισθητική ικανότητα -η ευαισθησία που έχουν οι γυναίκες να κατανοούν. Οι μητέρες συνήθως ανησυχούν για θέματα πειθαρχίας, ειδικά όταν το παιδί τους καταφεύγει στην επιθετική συμπεριφορά. Κάποιες φορές αργότερα, τα παιδιά ίσως αναγκαστούν να πάρουν το μέρος του ενός γονιού. Πολύ συχνά όλα τα παιδιά γίνονται το αντικείμενο της διαμάχης των συζύγων και αποτελούν το δελεαστικό στόχο για αμοιβαία ανταλ­λαγή κατηγοριών σχετικά με θέματα όπως η παραμέληση και η χαριστική μεταχείριση. Καθώς τα παιδιά είναι ανίσχυρα, γίνονται ιδανικά εξιλαστήρια θύματα όταν οι γονείς αισθάνονται δυστυχισμένοι και απογοητευμένοι. Ως απόγονος του αντιπαθητικού (πιθανώς μισητού) συζύγου, το παιδί είναι δυνατόν να αντανακλά ιδιότητες και χαρακτηρι­στικά ενοχλητικά για τον άλλο σύντροφο. Αυτό το είδος παράλογης σκέ­ψης προέρχεται από την παρατεταμένη φύση των εντάσεων και την εχθρότητα που γεννιέται σε έναν δυστυχισμένο γάμο. Η πίεση που ασκεί­ται στους ενήλικες οι οποίοι είναι υποχρεωμένοι να ζουν σε κοντινή από­σταση παρά την ασυμφωνία τους τούς οδηγεί σε πράξεις και μοχθηρά και σκληρά σχόλια τα οποία δεν θα επέτρεπαν στους εαυτούς τους να κάνουν ή να πουν υπό κανονικές συνθήκες. Η απαίτηση από ένα παιδί να διαλέξει ανάμεσα τους είναι εξαιρετικά αθέμιτη. 7. Θετοί Γονείς Όταν η ζωή ξαναμπεί στην κανονική της πορεία, τα παιδιά έρχονται αντιμέτωπα και με το γεγονός ότι οι γονείς τους έχουν αισθηματική ζωή και αρχίζουν να βγαίνουν με άλλους. Τους είναι αδιανόητο ότι οι γονείς τους έχουν κάποιο άλλο σύντροφο και αυτό τα κάνει να νιώθουν μπερδεμένα και υποχρεωμένα να υπερασπιστούν τον " απατημένο " (ακόμη και αν αυτός είναι που έχει φύγει και το γνωρίζουν καλά) γονέα. Δεν πρόκειται παρά για μία απέλπιδα προσπάθεια να διατηρηθεί η δομή της οικογένειας με τη μορφή του το παιδί γνώριζε όλα του τα χρόνια (σύνδεση με 2η αρχή όπου τα άτομα προσπαθούν να επανέλθουν στην αρχική μη στρεσογόνο κατάσταση). Στις περιπτώσεις αυτές η διακριτικότητα αλλά και η σταθερότητα είναι σημαντικές αρετές. Είναι δεδομένο ότι ο γονιός που προσπαθεί να μπει σε μία νέα σχέση αναπόφευκτα θα αφιερώνει λιγότερο χρόνο στα παιδιά του και λογική συνεπαγωγή είναι πως το παιδί θα γεμίσει φόβο ότι έχει ολοένα και μικρότερη σημασία στη ζωή των γονιών του(σύνδεση με 4η αρχή, φόβος απώλειας, απειλή). Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το παιδί είναι που θα πρέπει να προσαρμοστεί στη νέα συνθήκη και όχι ο γονέας να υπαναχωρήσει. Η βαθιά κατανόηση, η διακριτικότητα και ο χρόνος, συνήθως διευθετούν με τον καλύτερο τρόπο τέτοιου είδους προβλήματα. Όταν ένας από τους γονείς προχωρά σε ένα νέο γάμο, το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η προσαρμογή του παιδιού στις καινούργιες συνθήκες καθώς τώρα : • Νιώθει θυμό γιατί ο νέος σύζυγος διαλύει ουσιαστικά την μύχια επιθυμία τους να ξανασμίξουν οι γονείς (σύνδεση με 2η αρχή όπου τα άτομα προσπαθούν να επανέλθουν στην αρχική μη στρεσογόνο κατάσταση) • Νιώθει ανταγωνιστικά προς τον ή την νέο/ νέα σύζυγο, με τον οποίο πρέπει τώρα να μοιράζεται το γονέα του(σύνδεση με 4η αρχή, φόβος απώλειας, απειλή) • Η σχέση που αναπτύσσουν με τον ή την νέο σύζυγο τους κάνει να νιώθουν ότι προδίδουν το γονέα που αντικατέστησε ο νέος σύζυγος - σκέψη αυτόματη ή αρκετές φορές πυροδοτούμενη, από το περιβάλλον. • Αναπτύσσουν ανταγωνιστική σχέση προς τα καινούρια αδέρφια, σε μία προσπάθεια να κρατήσουν την προσοχή και την κεντρική θέση στη ζωή των γονιών τους (σύνδεση με 10η αρχή, όπου τα άτομα επιλέγουν δυσπροσάρμοστους μηχανισμούς ανάκαμψης της παρούσας κρίσης). Αν και τα παραπάνω φαίνονται δυσεπίλυτα, ένας γάμος με αγάπη και κατανόηση, ακόμη κι αν αυτός αφορά σε ένα νέο γονέα, μπορεί να λειτουργήσει ως άριστο αντίβαρο στην εικόνα του διαλυμένου σπιτιού, να ανανεώσει την πίστη στις δεύτερες ευκαιρίες της ζωής, να βελτιώσει την αυτοεκτίμηση του παιδιού, να δώσει θετικά πρότυπα για το αρσενικό και το θηλυκό φύλο, να αυξήσει την αυτοπεποίθηση του, καθώς θα διαπιστώσει ότι γίνεται αποδεκτό από τον άλλο σύζυγο (σύνδεση με 9η αρχή, όπου το άτομο είναι δεκτικό σε εξωτερικές αλλαγές και χρειάζεται μια σωστά επικεντρωμένη βοήθεια). Τα παιδιά που μεγαλώνουν σε μονογονεϊκές οικογένειες δεν έχουν τις ευκαιρίες αυτές, ενώ ταυτόχρονα τα οικονομικά προβλήματα επιδεινώνουν την κατάσταση. Επιπλέον, επειδή η μόνη στενή σχέση που έχουν αφορά σε ένα άτομο, (το γονιό με τον οποίο ζουν) δεν επιτυγχάνουν εύκολα την αυτονομία και ανεξαρτησία τους. Εκείνο που μπορεί να είναι περισσότερο καταστροφικό από το φόβο της ζήλιας, και που προκαλείται από τον καινούριο γάμο, είναι ο φόβος της εγκατάλειψης που νιώθει το παιδί εκείνο του οποίου οι γονείς αφοσιώνο­νται συνεχώς σε άλλες σχέσεις (με το αντίθετο φύλλο) και τους δίνουν προτεραιό­τητα σε σύγκριση με τη σχέση με το παιδί τους (σύνδεση με 4η αρχή, φόβος απώλειας, απειλή). 8. Συνέπειες στον Οικονομικό Τομέα Οι συνέπειες περιουσιακής φύσεως που επέρχονται με το διαζύγιο είναι πολλές. Οι κυριότερες είναι οι εξής : α) Γέννηση αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα , δηλαδή εφόσον η περιουσία ενός συζύγου αυξηθεί μετά τον γάμο, ο άλλος σύζυγος εφόσον συνέβαλε με οποιοδήποτε τρόπο στην αύξηση της περιουσίας του άλλου , δικαιούται να απαιτήσει να του αποδοθεί το μέρος της αύξησης το οποίο προέρχεται από την δική του συμβολή. β) Λήξη της κοινοκτημοσύνης. Στην Ελλάδα ισχύει βασικά το σύστημα της περιουσιακής αυτοτέλειας των συζύγων (υπό την επιφύλαξη ορισμένων διατάξεων). Δηλαδή ο κάθε σύζυγος παραμένει και μετά τον γάμο κύριος της ατομικής του περιουσίας ανεξαρτήτως πότε αποκτήθηκε αυτή (πριν ή μετά τον γάμο). Βεβαίως αν οι σύζυγοι το επιθυμούν, ο νόμος τους παρέχει την δυνατότητα να επιλέξουν το σύστημα της κοινοκτημοσύνης. Δηλαδή κάθε σύζυγος ( με συμβολαιογραφικό έγγραφο) μεταβιβάζει στον άλλο σύζυγο το ½ εξ’ αδιαιρέτου κάθε περιουσιακού στοιχείου που έχουν αποφασίσει να υπαχθεί στο σύστημα της κοινοκτημοσύνης. γ) Σε περίπτωση θανάτου ενός από τους συζύγους ο άλλος σύζυγος δεν έχει κανένα εξ' αδιαθέτου κληρονομικό δικαίωμα στην περιουσία του συζύγου που απεβίωσε. Ο οικονομικός παράγοντας είναι ζωτικής σημασίας μετά το χωρι­σμό. Υπάρχει στενή συσχέτιση ανάμεσα στην απουσία του πατέρα και τη φτώχεια, και πολλές από τις δυσμενείς επιπτώσεις της στέρησης του πατέρα είναι κυρίως οι συνέπειες αυτής. Η φτώχεια ασκεί μεγάλη πίεση στη μητέρα. Μια παρατεταμένη περίοδος δυσκολιών που οδηγεί σιγά-σιγά στην τελεσίδικη απόφαση του διαζυγίου μπορεί να κάνει τη μητέρα να νιώσει κατάθλιψη και ψυχική και σωματική εξάντληση. Η οικο­νομική πίεση ίσως εξαντλήσει τα τελευταία συναισθηματικά αποθέματα της μητέρας που έχει μείνει μόνη, και για μια γυναίκα σε αυτή την κατά­σταση το να βρει στέγη είναι εξαιρετικά δύσκολο. Τα παιδιά κάτω των πέντε ετών έχουν ανάγκη από ιδιαίτερη φροντίδα και στενή παρακολού­θηση. Εάν η μητέρα διαθέτει λιγοστά χρήματα, ίσως αναγκαστεί να ζητή­σει εργασία χωρίς προηγουμένως να έχει βρει το κατάλληλο άτομο που θα την αναπληρώσει ικανοποιητικά στη φροντίδα του παιδιού, αυτό αρκετές φορές, οδηγεί σε ανεπαρκή προστασία και παρακολούθηση του παιδιού. Συχνά οι μητέρες που στερούνται τους συζύγους τους χάνουν την κοινωνική τους ζωή, όπως και τη συναισθηματική και σωματική υπο­στήριξη. Δεδομένων όλων αυτών των παραγόντων, δεν πρέπει να εκπλήσσει σχεδόν καθόλου το γεγονός ότι μερικές γυναίκες εκφράζουν επιφυλάξεις για τη δύναμη και την επάρκεια τους να τα βγάλουν πέρα μόνες με όλες τις ευθύνες της ανατροφής των παιδιών.

Comments


Featured Posts
Check back soon
Once posts are published, you’ll see them here.
Recent Posts
Archive
Search By Tags
Follow Us
  • Facebook Basic Square
  • Twitter Basic Square
  • Google+ Basic Square

Join our mailing list

Contact Us:

​​​​​​​​​​​​​​​​​​​​Toll Free:  1.800.000.0000

Monday - Friday: 9am - 5pm   /  info@my-domian.com

  • Twitter Basic Black
  • Facebook Basic Black
  • Black Google+ Icon

© 2023 by PURE. Proudly created with Wix.com

bottom of page